исцарапывать - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

исцарапывать - translation to γαλλικά


исцарапывать      
см. исцарапать
égratigner      
царапать, царапнуть; исцарапывать/исцарапать;
les ronces m'ont égratigné les jambes - ежевичные плети исцарапали мне ноги, я исцарапал себе ноги ежевикой;
le chat lui a égratigné la joue - кошка оцарапала ему щёку;
j'ai égratigné l'armoire - я поцарапал шкаф;
ma plume égratigne le papier [моё] перо царапает бумагу;
колоть; задевать/задеть; говорить [отпускать] колкости [шпильки]; сказать [отпустить] колкость;
dans son discours il a égratigné tout le monde - в своей речи он всех задел

Ορισμός

исцарапывать
ИСЦАРАПЫВАТЬ, исцарапать что, издирать поверхностно, наделать царапин, избороздить; исшаркать. Кошка исцарапала ребенка. Столик мой весь исцарапали. Бежит свинья из Саратова, вся исцарапана. терка. -ся, страд., ·возвр. и взаимн. по смыслу. Исцарапыванье ср., ·длит. исцарапанье ср., ·окончат. исцарапка жен., ·об. действие по гл.